εἰσπνεομένων

εἰσπνεομένων
εἰσπνέω
inhale
pres part mp fem gen pl (epic doric ionic aeolic)
εἰσπνέω
inhale
pres part mp masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic)
εἰσπνέω
inhale
pres part mp fem gen pl
εἰσπνέω
inhale
pres part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”